Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

δορνάση, η άλφα

     [dόρνασι άλφα]    
dornase alfa [Pulmozyme®]

     [δorna΄si a΄lfa]    

Ερμηνεία:

Aνασυγυασμένη ανθρώπινη δεοξυριβονουκλεάση, DNase. Περιορίζει τη γλοιότητα των πτυέλων υδρολύοντας το εξωκυττάριο DNA στα πτύελα.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: